- ὑπάρχοντι
- ὑπάρχωbeginpres part act masc/neut dat sgὑπάρχωbeginpres ind act 3rd pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπάρχονθ' — ὑπάρχοντα , ὑπάρχω begin pres part act neut nom/voc/acc pl ὑπάρχοντα , ὑπάρχω begin pres part act masc acc sg ὑπάρχοντι , ὑπάρχω begin pres part act masc/neut dat sg ὑπάρχοντι , ὑπάρχω begin pres ind act 3rd pl (doric aeolic) ὑπά̱ρχοντο , ὑπάρχω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπάρχοντ' — ὑπάρχοντα , ὑπάρχω begin pres part act neut nom/voc/acc pl ὑπάρχοντα , ὑπάρχω begin pres part act masc acc sg ὑπάρχοντι , ὑπάρχω begin pres part act masc/neut dat sg ὑπάρχοντι , ὑπάρχω begin pres ind act 3rd pl (doric aeolic) ὑπά̱ρχοντο , ὑπάρχω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθυπάρχω — ἀνθυπάρχω (Α) έχω αντίθετη ύπαρξη, αντίκειμαι (όρος της στωικής φιλοσοφίας που απαντά στον Πλούταρχο) («οὕτως ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῑσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν») … Dictionary of Greek
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek